θέλγητρα

θέλγητρα
appas

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • θέλγητρα — θέλγητρον charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγητρ' — θέλγητρα , θέλγητρον charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελέαστος — η, ο [δελεάζω] 1. αυτός που δεν δελεάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δελεαστεί, να παρασυρθεί από υποσχέσεις ή θέλγητρα, απαθής, ασυγκίνητος 2. δίκαιος, αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, αδέκαστος …   Dictionary of Greek

  • αθέλγητρος — η, ο [θέλγητρο] ο δίχως θέλγητρα, μη θελτικός, μη ελκυστικός …   Dictionary of Greek

  • ακύθηρος — ἀκύθηρος, ον (Α) ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία τής Αφροδίτης] …   Dictionary of Greek

  • αναφρόδιτος — η, ο (Α ἀναφρόδιτος, ον) [Αφροδίτη] εκείνος που πάσχει από αναφροδισία νεοελλ. εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία αρχ. 1. άτυχος στον έρωτα 2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα …   Dictionary of Greek

  • βρόχι — το (Μ βρόχιον και βρόχιν) [βρόχος] 1. μικρός βρόχος, θηλιά 2. θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα νεοελλ. πληθ. βρόχια, τα 1. τεχνάσματα, πλεκτάνες 2. θέλγητρα …   Dictionary of Greek

  • γητευτής — ο (θηλ. γητεύτρα και γητεύτρια) (Μ γητευτής) [γητεύω] αυτός που με γητειές θεραπεύει μια αρρώστια ή επιτυγχάνει έναν σκοπό νεοελλ. ο γόης, αυτός που κατακτά τους άλλους με τα θέλγητρα του …   Dictionary of Greek

  • γυναικόδουλος — ο (AM γυναικόδουλος) δούλος στα ερωτικά θέλγητρα τής γυναίκας …   Dictionary of Greek

  • εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …   Dictionary of Greek

  • ελκυστικός — ή, ό (AM ἑλκυστικός, ή, όν) αυτός που ασκεί έλξη, που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του αρχ. (για φάρμακο) ο ικανός να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”